- ναυτικός
- -ή, -ὁ (ΑΜ ναυτικός, -ή, -όν) [ναύτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικόςαυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτικήγνώση και εμπειρία ή επιτηδειότητα σε ναυτιλιακά θέματα, η τέχνη και η επιστήμη τού ναυτικού4. το ουδ. ως ουσ. το ναυτικότο σύνολο τών πλοίων μιας χώρας, όπως επίσης και τών πληρωμάτων τους και τών βοηθητικών εξοπλισμών τους (α. «πολεμικό ναυτικό» β. «εμπορικό ναυτικό» γ. «μήτε ἐκεῑθεν ναυτικὸν ἐᾱσαι Πελοποννησίοις ἐπελθεῑν», Θουκ.)5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ναυτικάα) ναυτικές υποθέσειςβ) ναυτική δύναμηνεοελλ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η στολή τού ναυτικού2. φρ. α) «ναυτικά ατυχήματα» — ατυχήματα που συμβαίνουν στη θάλασσα και τα οποία έχουν ως συνέπεια την απώλεια ή τη βλάβη εμπορικού πλοίου ή τού φορτίου τουβ) «ναυτικά προνόμια»(νομ.) απαιτήσεις που έχουν ιδιαίτερη νομική έννοια και ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα, δηλ. πριν από κάθε άλλη απαίτηση, από την αξία τού πλοίου και τού ναύλου, όταν το πλοίο πουληθεί σε πλειστηριασμόγ) «ναυτική εργασία»(νομ.) η εργασία που παρέχουν αυτοί που εργάζονται σε πλοίαδ) «ναυτική πίστη»(οικον.) η πιστωτική μεταχείριση τών ναυτιλιακών επιχειρήσεων για αγορά ή ναυπήγηση πλοίων ή και για κινήσεις κεφαλαίωνε) «ναυτική υποθήκη»(νομ.) η παροχή τού εμπράγματου δικαιώματος τής υποθήκης σε πλοίοστ) «ναυτικό δάνειο»(οικον.) δάνειο που παρέχεται σε πλοιοκτήτες για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκώνζ) «ναυτικό δίκαιο»(νομ.) ο κλάδος τού δικαίου που ρυθμίζει τις νομικές σχέσεις οι οποίες απορρέουν από το θαλάσσιο εμπόριο και γενικά από τη δραστηριότητα τής εμπορικής ναυτιλίαςη) «ναυτικό δίπλωμα»(νομ.) έγγραφο αποδεικτικό τής ναυτικής ικανότηταςθ) «ναυτικό μίλι» — μήκος που αντιστοιχεί σε 1' λεπτό τόξου μέγιστου κύκλου τής γήινης σφαίρας και ισούται με 1. 852 μέτραι) «ναυτικό φυλλάδιο» — φυλλάδιο που εκδίδεται από τις λιμενικές αρχές και πιστοποιεί τη ναυτική ιδιότητα τού κατόχου του, αλλά χρησιμεύει και για την καταχώριση τών πράξεων ναυτολόγησης και απόλυσης τού ναυτικούια) «ναυτικοί αντιδραστήρες»(πυρην. φυσ.) πυρηνικοί αντιδραστήρες οι οποίοι χρησιμοποιούν την ενέργεια που παρέχεται από τις πυρηνικές καύσιμες ύλες για την κίνηση πλοίων επιφανείας ή υποβρυχίωναρχ.1. (για πρόσ.) αυτός που είναι έμπειρος σε ναυτιλιακά θέματα2. το ουδ. ως ουσ. α) το πλήρωμαβ) η αμοιβή τού πηδαλιούχου πλοίουγ) τα πορθμεία3. δάνειο που δινόταν με υποθήκη ή ενεχυριασμό πλοίου4. φρ. «ναυτικὸς τόκος» — ο τόκος τών χρημάτων που λαμβάνονται από πλοίο το οποίο έχει υποθηκευθεί.επίρρ...ναυτικώς και -ά (Α ναυτικῶς)με τρόπο που αρμόζει σε ναυτικούς ή σύμφωνα με τη συνήθεια τών ναυτικών.
Dictionary of Greek. 2013.